Carburant στα ελληνικά
Μετάφραση: carburant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καύσιμα, τροφοδοτώ, καύσιμο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- carbonisées στα ελληνικά - Ανθρακούχων, απανθρακωμένα, εξανθρακωμένου, απανθρακωμένο, Carbonized
- carbonisés στα ελληνικά - απανθρακωμένα, απανθρακωμένη, απανθρακωμένο, απανθρακωμένοι, απανθρακωμένων
- carburateur στα ελληνικά - καρμπυρατέρ, καρμπιρατέρ, του καρμπυρατέρ, εξαερωτήρας, το καρμπυρατέρ
- carburation στα ελληνικά - καρμπυρατέρ, για καρμπυρατέρ, αναμίξεως καυσίμου, αναμίξεως, του καρμπυρατέρ
Τυχαίες λέξεις
Carburant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καύσιμα, τροφοδοτώ, καύσιμο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Μεταφράσεις: καύσιμα, τροφοδοτώ, καύσιμο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων