Cheminée στα ελληνικά
Μετάφραση: cheminée, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τζάκι, καμινάδα, φουγάρο, χωνί, το τζάκι, τζακιού, εστία
Μεταφράσεις
- cheminer στα ελληνικά - βήμα, σεργιανίζω, φόρα, περιφέρομαι, περπατώ, στέλεχος, πηγαίνω, ...
- cheminot στα ελληνικά - του σιδηροδρομικού
- chemise στα ελληνικά - καλύπτω, πουκάμισο, μανίκι, φανέλα, φανελάκι, shirt, μπλούζα, ...
- chemiserie στα ελληνικά - εμπορικό ανδρικών ειδών ιματισμού, ψιλικά, ψιλικά Είδη, ψιλικών, ψιλικών ειδών
Τυχαίες λέξεις
Cheminée στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τζάκι, καμινάδα, φουγάρο, χωνί, το τζάκι, τζακιού, εστία
Μεταφράσεις: τζάκι, καμινάδα, φουγάρο, χωνί, το τζάκι, τζακιού, εστία