Compagnon στα ελληνικά

Μετάφραση: compagnon, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόλουθος, κολλητός, άντρας, φιλαράκος, φίλος, αδερφός, αδελφός, ζευγαρώνω, τύπος, σύντροφος, ύπαρχος, τεχνίτης, συνάδελφος, ταίρι, συνέταιρος, συσχετίζω, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Compagnon στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • compagne στα ελληνικά - συνέταιρος, άντρας, σύντροφος, τύπος, συνάδελφος, εξοικειωμένος, συσχετίζω, ...
  • compagnie στα ελληνικά - συμμορία, συμβαλλόμενος, συνοδεύω, εδραίος, σταθερός, καθορισμένος, κοινωνία, ...
  • compagnonnage στα ελληνικά - συντεχνία, σωματείο, ένωση, συντροφιά, συντροφικότητα, παρέα, συντροφικότητας, ...
  • compara στα ελληνικά - σύγκριση, σε σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σχέση, σχέση
Τυχαίες λέξεις
Compagnon στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόλουθος, κολλητός, άντρας, φιλαράκος, φίλος, αδερφός, αδελφός, ζευγαρώνω, τύπος, σύντροφος, ύπαρχος, τεχνίτης, συνάδελφος, ταίρι, συνέταιρος, συσχετίζω, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός