Dépôt στα ελληνικά

Μετάφραση: dépôt, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαναθέτω, αποθήκευση, μαγαζί, ίζημα, ταμείο, ρίχνω, παρακρατώ, βάζω, προαύλιο, πετώ, κατακάθι, πρόσχωμα, απόθεμα, αυλή, αποθηκεύω, προσχώνω, κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, των καταθέσεων
Dépôt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accorde στα ελληνικά - επιχορηγήσεις, επιδοτήσεις, επιχορηγήσεων, υποτροφίες, επιδοτήσεων
  • affermés στα ελληνικά - μισθωμένων, μισθωμένα, μισθωμένες, μισθωμένο, μισθωμένης
  • bougeotte στα ελληνικά - μανία ταξίδιων, Wanderlust, περιπλάνησης, Το Wanderlust, τα Wanderlust
  • cerné στα ελληνικά - περιβάλλεται, που περιβάλλεται, περιβάλλονται, περιτριγυρισμένο, που περιβάλλονται
Τυχαίες λέξεις
Dépôt στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαναθέτω, αποθήκευση, μαγαζί, ίζημα, ταμείο, ρίχνω, παρακρατώ, βάζω, προαύλιο, πετώ, κατακάθι, πρόσχωμα, απόθεμα, αυλή, αποθηκεύω, προσχώνω, κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, των καταθέσεων