Désespéré στα ελληνικά
Μετάφραση: désespéré, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accourcir στα ελληνικά - συντομεύω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
- adossée στα ελληνικά - Backed, από αντίγραφα, εξασφαλισμένους, από αντίγραφα ασφαλείας, εξασφαλισμένους με
- chue στα ελληνικά - κουρεμένος, διάτμησης για, απογυμνωμένη, κουρεμένα, κουρεμένο
Τυχαίες λέξεις
Désespéré στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη
Μεταφράσεις: απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη