Désinvolte στα ελληνικά

Μετάφραση: désinvolte, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνετος, εύγλωττος, εύστροφος, κεφάτος, εύκολος, ανεπίσημος, χαρωπός, αυτεξούσιος, ξέγνοιαστος, ευχερής, τσάμπα, δωρεάν, ανέμελος, περιστασιακή, περιστασιακά, απλό, περιστασιακό
Désinvolte στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • belle-fille στα ελληνικά - κόρη του νόμου, νύφη, την κόρη του νόμου
  • brusquerie στα ελληνικά - οξύτητα, δριμύτητα, σκαιότητα, απότομο, βιαιότης, απρόοπτο, απρόοπτης
  • catastrophe στα ελληνικά - όλεθρος, προσκρούω, πάταγος, πέφτω, κατάρρευση, πανωλεθρία, κραχ, ...
Τυχαίες λέξεις
Désinvolte στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνετος, εύγλωττος, εύστροφος, κεφάτος, εύκολος, ανεπίσημος, χαρωπός, αυτεξούσιος, ξέγνοιαστος, ευχερής, τσάμπα, δωρεάν, ανέμελος, περιστασιακή, περιστασιακά, απλό, περιστασιακό