Détachement στα ελληνικά

Μετάφραση: détachement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διχασμός, τμήμα, χωρίζω, μεραρχία, μερίδιο, απομόνωση, τομή, συμβαλλόμενος, αποκόλληση, παρέα, διακοπή, διαίρεση, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλλησης, απόσπασης
Détachement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • avantage στα ελληνικά - υπέρβαρος, χρήση, κεφάλαιο, προτέρημα, απολαβή, φρονιμάδα, ευχέρεια, ...
  • brilla στα ελληνικά - έλαμψε, έλαμπε, έλαμψαν, γυάλιζαν, που έλαμπε
  • bronchés στα ελληνικά - βρόγχοι, βρόγχων, βρόγχους, βρογχικές, τους βρόγχους
  • calorifugeage στα ελληνικά - μόνωση, μόνωσης, μονωτικό, μονώσεως, μονωτικά
Τυχαίες λέξεις
Détachement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διχασμός, τμήμα, χωρίζω, μεραρχία, μερίδιο, απομόνωση, τομή, συμβαλλόμενος, αποκόλληση, παρέα, διακοπή, διαίρεση, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλλησης, απόσπασης