Ecclésiastique στα ελληνικά
Μετάφραση: ecclésiastique, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκλησία, θεσπέσιος, υπουργός, ιερέας, γραφειοκρατικός, θεϊκός, εκκλησιαστικός, εκκλησιαστική, εκκλησιαστικής, εκκλησιαστικά, εκκλησιαστικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- avancent στα ελληνικά - προβαίνω, πρόοδος, προχωρώ, προκαταβάλλω, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, ...
- avarier στα ελληνικά - διαφθείρω, παρακμή, χαλώ, βλάβη, παραχαϊδεύω, βλάπτω, μαυλίζω, ...
- cessa στα ελληνικά - έπαυσε, παύσει, έπαψαν, έπαψε, σταμάτησε
Τυχαίες λέξεις
Ecclésiastique στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκλησία, θεσπέσιος, υπουργός, ιερέας, γραφειοκρατικός, θεϊκός, εκκλησιαστικός, εκκλησιαστική, εκκλησιαστικής, εκκλησιαστικά, εκκλησιαστικών
Μεταφράσεις: εκκλησία, θεσπέσιος, υπουργός, ιερέας, γραφειοκρατικός, θεϊκός, εκκλησιαστικός, εκκλησιαστική, εκκλησιαστικής, εκκλησιαστικά, εκκλησιαστικών