Extensible στα ελληνικά

Μετάφραση: extensible, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαστικός, επεκτάσιμη, επεκτάσιμο, εκτατό, εκτατά, εκτάσιμο
Extensible στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • affaiblies στα ελληνικά - Μειωμένη, απομειωμένων, απομειωμένα, περί απομειωμένων, τα απομειωμένα
  • averties στα ελληνικά - σοφός, Wise, Σοφού, σοφή, Σοφών
  • cirée στα ελληνικά - κερωμένο, κερωμένη, waxed, κηρωμένο, κερωμένα
Τυχαίες λέξεις
Extensible στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαστικός, επεκτάσιμη, επεκτάσιμο, εκτατό, εκτατά, εκτάσιμο