Finissent στα ελληνικά

Μετάφραση: finissent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελειώνω, τέλος, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
Finissent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baisser στα ελληνικά - προστυχαίνω, παύση, σκύβω, περιορίζω, μειώνω, αποδυναμώνομαι, ρανίδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Finissent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελειώνω, τέλος, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη