Grandir στα ελληνικά
Μετάφραση: grandir, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγαλώνω, αύξηση, φουσκώνω, ανατέλλω, ορθώνομαι, προστίθεμαι, πρήζω, αυξάνω, αυξάνομαι, εξογκώνω, προκύπτω, κερί, μεγαλώνουν, μεγαλώσουν, μεγαλώσει, μεγαλώσω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attribuent στα ελληνικά - ιδιότητα, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
- ciselées στα ελληνικά - λαξευμένοι, σμιλεμένο, λαξευτό, σμίλευε, λαξεμένη
- claqua στα ελληνικά - συγκρούστηκε, χτύπησε, έκλεισε, τυχαίο, το τυχαίο
- communicateur στα ελληνικά - μεταδίδων, Communicator, του Communicator, το Communicator, πληροφοριοδότης
Τυχαίες λέξεις
Grandir στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγαλώνω, αύξηση, φουσκώνω, ανατέλλω, ορθώνομαι, προστίθεμαι, πρήζω, αυξάνω, αυξάνομαι, εξογκώνω, προκύπτω, κερί, μεγαλώνουν, μεγαλώσουν, μεγαλώσει, μεγαλώσω
Μεταφράσεις: μεγαλώνω, αύξηση, φουσκώνω, ανατέλλω, ορθώνομαι, προστίθεμαι, πρήζω, αυξάνω, αυξάνομαι, εξογκώνω, προκύπτω, κερί, μεγαλώνουν, μεγαλώσουν, μεγαλώσει, μεγαλώσω