Immunisé στα ελληνικά
Μετάφραση: immunisé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθεκτικός, άτρωτος, απόδειξη, ανεκτικός, πειστήριο, απρόσβλητος, ανοσοποιητικό, το ανοσοποιητικό, ανοσοποιητικού, του ανοσοποιητικού, ανοσολογική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accomplis στα ελληνικά - καταφέρω, επιτυγχάνω, πραγματοποιώ, που, γίνεται, γίνονται, έκανε, ...
- asphaltons στα ελληνικά - άσφαλτος
- assurer στα ελληνικά - εγγυώμαι, ασφαλίζω, πιστοποιώ, διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, εχέγγυο, διασφαλίζω, ...
- brut στα ελληνικά - χυδαίος, ακαθάριστος, αποκρουστικός, σκληρός, αγενής, ακατέργαστος, τραχύς, ...
Τυχαίες λέξεις
Immunisé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, άτρωτος, απόδειξη, ανεκτικός, πειστήριο, απρόσβλητος, ανοσοποιητικό, το ανοσοποιητικό, ανοσοποιητικού, του ανοσοποιητικού, ανοσολογική
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, άτρωτος, απόδειξη, ανεκτικός, πειστήριο, απρόσβλητος, ανοσοποιητικό, το ανοσοποιητικό, ανοσοποιητικού, του ανοσοποιητικού, ανοσολογική