Impuissant στα ελληνικά

Μετάφραση: impuissant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, ανήμπορος, ανίσχυρος, ανίσχυροι, ανίσχυρη, αδύναμοι
Impuissant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abâtardies στα ελληνικά - bastardized, νόθου
  • bredouiller στα ελληνικά - τραυλίζω, ψελλίζω, κελαρύζω, μουρμουρίζω, φλυαρώ, ασυναρτησίες, ψέλλισμα, ...
  • chatouilleux στα ελληνικά - ευέξαπτος, εύθικτος, λεπτός, ευαίσθητος, οξύθυμος, φίνος, ολισθηρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Impuissant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, ανήμπορος, ανίσχυρος, ανίσχυροι, ανίσχυρη, αδύναμοι