Incident στα ελληνικά

Μετάφραση: incident, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκηνή, τυχαίος, ατύχημα, θύμα, επεισόδιο, πρόχειρος, περιστατικό, γεγονός, τοπίο, μεταξύ, άθλημα, θάνατος, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού
Incident στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adossa στα ελληνικά - έγειρε, έσκυψε, κεκλιμένο, έκλινε, ακούμπησε
  • ancré στα ελληνικά - αγκυροβολημένα, αγκυροβολημένο, αγκυροβολημένη, αγκυρωμένα, αγκυρωμένο
  • approximation στα ελληνικά - εγγύτητα, προσέγγιση, προσεγγίσεως, προσέγγισης, την προσέγγιση
Τυχαίες λέξεις
Incident στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκηνή, τυχαίος, ατύχημα, θύμα, επεισόδιο, πρόχειρος, περιστατικό, γεγονός, τοπίο, μεταξύ, άθλημα, θάνατος, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού