Ingérence στα ελληνικά
Μετάφραση: ingérence, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπλοκή, παρεμβολή, μεσολάβηση, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
Μεταφράσεις
- baignai στα ελληνικά - λουσμένα
- bénie στα ελληνικά - ευλογημένος, ευλογημένο, ευλογημένη, ευλογημένοι, ευλογημένα
- censura στα ελληνικά - λογοκρίνονται, λογοκρίνεται, λογοκριμένη, λογοκρίθηκε, λογοκριθεί
Τυχαίες λέξεις
Ingérence στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπλοκή, παρεμβολή, μεσολάβηση, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
Μεταφράσεις: διαπλοκή, παρεμβολή, μεσολάβηση, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής