Inquiet στα ελληνικά
Μετάφραση: inquiet, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυελλώδης, πολυτάραχος, ανυπόμονος, ανήσυχος, ταραγμένος, αναστατώνω, νευρικός, αγχώδης, ανησυχούν, ανησυχεί, ανησυχείτε, ανησυχώ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adoucissons στα ελληνικά - μαλακώνω
- annonceur στα ελληνικά - διαφημιστής, διαφημιζόμενος, διαφημιζόμενου, διαφημιζόμενο, διαφημιστή
- calquent στα ελληνικά - αντίτυπο, αντίγραφο, αντιγράφω, μίμος, μιμούνται, μιμητικό, μιμικό, ...
- celle στα ελληνικά - ότι, ότι η, που, ώστε, ότι οι
Τυχαίες λέξεις
Inquiet στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυελλώδης, πολυτάραχος, ανυπόμονος, ανήσυχος, ταραγμένος, αναστατώνω, νευρικός, αγχώδης, ανησυχούν, ανησυχεί, ανησυχείτε, ανησυχώ
Μεταφράσεις: θυελλώδης, πολυτάραχος, ανυπόμονος, ανήσυχος, ταραγμένος, αναστατώνω, νευρικός, αγχώδης, ανησυχούν, ανησυχεί, ανησυχείτε, ανησυχώ