Jurèrent στα ελληνικά
Μετάφραση: jurèrent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκισμένος, Ορκίστηκε, ορκίστηκαν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amine στα ελληνικά - αμίνη, αμίνης, αμινο, αμινών
- appas στα ελληνικά - έλξη, θέαμα, γοητεύω, έφεση, τραβώ, θέλγω, μαγεύω, ...
- atterrir στα ελληνικά - προσγειώνομαι, έδαφος, προσγειώνω, γη, γης, της γης, γαιών, ...
- atterrées στα ελληνικά - φρίκη, αποτροπιασμό, συγκλονισμένος, συγκλονισμένος από το γεγονός, κατάπληκτο
Τυχαίες λέξεις
Jurèrent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκισμένος, Ορκίστηκε, ορκίστηκαν
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκισμένος, Ορκίστηκε, ορκίστηκαν