Lèvent στα ελληνικά
Μετάφραση: lèvent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, σηκώνω, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Μεταφράσεις
- amoncelées στα ελληνικά - γεμάτη, στοιβαγμένων, γεμάτο κουταλάκι, τόπου χυτευόμενο, επί τόπου χυτευόμενο
- appréciée στα ελληνικά - εκτιμάται, εκτίμησα, εκτιμηθεί, εκτιμώνται, εκτιμηθούν
- bléser στα ελληνικά - τραυλισμός, ψευδίζω, ψεύδισμα, Bleser, Bleser και
Τυχαίες λέξεις
Lèvent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, σηκώνω, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Μεταφράσεις: αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, σηκώνω, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται