Lénifier στα ελληνικά

Μετάφραση: lénifier, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεση, καταπραΰνω, κατευνάζω, ανακουφίζω, μετριάζω, μετριασμό, μετριασθούν, ανακουφίσει
Lénifier στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chinois στα ελληνικά - κινέζικα, Κινέζος, κινεζική, κινεζικές, κινεζικών
  • coagulèrent στα ελληνικά - έπηξε, θρομβώθηκε, θρομβώνονται, θρομβώθηκαν, θρομβώνεται
  • commenta στα ελληνικά - σχολίασε, σχολίασαν, δήλωσε, σχολίασε ο
Τυχαίες λέξεις
Lénifier στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεση, καταπραΰνω, κατευνάζω, ανακουφίζω, μετριάζω, μετριασμό, μετριασθούν, ανακουφίσει