Lacérer στα ελληνικά
Μετάφραση: lacérer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχίζω, δάκρυ, σκίζω, ξεσκίζω, σπαράσσω, ξεσχίζω, σκισμένο, πληγώνω αισθήματα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aérateur στα ελληνικά - ανεμιστήρας, βεντάλια, οπαδός, αεριστής, aerator, αεριστή, εξαεριστής, ...
- blésé στα ελληνικά - Blese
- bon στα ελληνικά - ανθρωπιστικός, διορθώνω, ζεστός, καλός, ήπιος, νόστιμος, πλεονεκτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Lacérer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχίζω, δάκρυ, σκίζω, ξεσκίζω, σπαράσσω, ξεσχίζω, σκισμένο, πληγώνω αισθήματα
Μεταφράσεις: σχίζω, δάκρυ, σκίζω, ξεσκίζω, σπαράσσω, ξεσχίζω, σκισμένο, πληγώνω αισθήματα