Momentanément στα ελληνικά

Μετάφραση: momentanément, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωρινά, προς στιγμή, στιγμιαία, στιγμήν, προς στιγμήν, στιγμιαία για
Momentanément στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bec-de-lièvre στα ελληνικά - σχιστό χείλος
  • brossai στα ελληνικά - βουρτσισμένο, brushed, πινελιάς, βουρτσιστεί, βουρτσίζεται
  • chiqué στα ελληνικά - απάτη, εικονική, ψευδο, sham, εικονικής
Τυχαίες λέξεις
Momentanément στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωρινά, προς στιγμή, στιγμιαία, στιγμήν, προς στιγμήν, στιγμιαία για