Opérer στα ελληνικά

Μετάφραση: opérer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργασία, εκτελώ, δουλειά, κάνω, επιτυγχάνω, εργάζομαι, λειτουργώ, κατασκευάζω, πραγματοποιώ, εξαναγκάζω, φτιάχνω, αποδίδω, εγχειρίζω, προξενώ, καταφέρω, κατορθώνω, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας
Opérer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amollissement στα ελληνικά - μαλάκωμα, μαλάκυνση, μαλακώματος, μαλακύνσεως, αποσκλήρυνσης
  • asséchant στα ελληνικά - αποστραγγίζω, ξήρανση, ξήρανσης, ξηράνσεως, στέγνωμα, την ξήρανση
  • bousiller στα ελληνικά - χάνω, κακοτεχνώ, κακοφτιάχνω, μπάλωμα, Αλλοίωση
  • caractérisées στα ελληνικά - χαρακτηρισμένο, η οποία χαρακτηρίζεται από, χαρακτηρισμένα, η οποία χαρακτηρίζεται, που χαρακτηρίζεται από
Τυχαίες λέξεις
Opérer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργασία, εκτελώ, δουλειά, κάνω, επιτυγχάνω, εργάζομαι, λειτουργώ, κατασκευάζω, πραγματοποιώ, εξαναγκάζω, φτιάχνω, αποδίδω, εγχειρίζω, προξενώ, καταφέρω, κατορθώνω, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας