Pénurie στα ελληνικά
Μετάφραση: pénurie, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελάττωμα, ανεπάρκεια, υστέρημα, κακομοιριά, δυστυχία, πενία, φτώχεια, σπανιότητα, μιζέρια, χρειάζομαι, ένδεια, ανάγκη, έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ελλείψεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acculée στα ελληνικά - γωνιαίος, στριμώξει, στρίμωξε, εγκλωβίστηκαν, στριμωγμένος
- autrement στα ελληνικά - άλλος, αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο
- caractérisées στα ελληνικά - χαρακτηρισμένο, η οποία χαρακτηρίζεται από, χαρακτηρισμένα, η οποία χαρακτηρίζεται, που χαρακτηρίζεται από
- chaînage στα ελληνικά - μεταβατικός, Chaining, αλυσοποίηση, αλυσίδωση, Η συνένωση αυτή, την αλυσοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Pénurie στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελάττωμα, ανεπάρκεια, υστέρημα, κακομοιριά, δυστυχία, πενία, φτώχεια, σπανιότητα, μιζέρια, χρειάζομαι, ένδεια, ανάγκη, έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ελλείψεις
Μεταφράσεις: ελάττωμα, ανεπάρκεια, υστέρημα, κακομοιριά, δυστυχία, πενία, φτώχεια, σπανιότητα, μιζέρια, χρειάζομαι, ένδεια, ανάγκη, έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ελλείψεις