Pignon στα ελληνικά
Μετάφραση: pignon, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορυφή, αέτωμα, κορυφώνω, μικρός οδοντωτός τροχός, πινιόν, γρανάζι, οδοντωτό τροχό, οδοντωτός τροχός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- allongé στα ελληνικά - μακρόστενο, επιμήκης, ξαπλωμένη, ξαπλωμένος, ξαπλωμένο, πέσει στο έδαφος, πέσει
- arraisonna στα ελληνικά - αιτιολογημένη, αιτιολογημένης, αιτιολογημένες, αιτιολογημένο, αιτιολογημένου
- chagriner στα ελληνικά - φασαρία, ενοχλώ, αγωνία, ταλαιπωρώ, θλίβομαι, ταλαιπωρία, έννοια, ...
- chaussure στα ελληνικά - παπούτσι, υποδήματα, πεταλώνω, παπούτσια, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Pignon στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορυφή, αέτωμα, κορυφώνω, μικρός οδοντωτός τροχός, πινιόν, γρανάζι, οδοντωτό τροχό, οδοντωτός τροχός
Μεταφράσεις: κορυφή, αέτωμα, κορυφώνω, μικρός οδοντωτός τροχός, πινιόν, γρανάζι, οδοντωτό τροχό, οδοντωτός τροχός