Posséder στα ελληνικά

Μετάφραση: posséder, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχε, της], διανύω, έχω, είμαι, φαγητό, βρίσκομαι, κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Posséder στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adressées στα ελληνικά - απευθύνεται, που απευθύνεται, απευθύνονται, αντιμετωπιστούν, αντιμετωπιστεί
  • aiguiller στα ελληνικά - διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
  • brasse στα ελληνικά - οργιά, βυθομετρώ, όργια, Fathom, απύθμενη, καταλάβω
  • colimaçon στα ελληνικά - σαλιγκάρι, ελικοειδής, σπείρα, σπιράλ, σπειροειδή, σπειροειδούς, σπειροειδές
Τυχαίες λέξεις
Posséder στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχε, της], διανύω, έχω, είμαι, φαγητό, βρίσκομαι, κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική