Près στα ελληνικά
Μετάφραση: près, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
από, κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assénée στα ελληνικά - ώθηση, ώση, ώσης, ώθησης, ωθήσεως
- celle-ci στα ελληνικά - αυτός, αυτό, αυτή, αυτό το ένα
- compagnonnage στα ελληνικά - συντεχνία, σωματείο, ένωση, συντροφιά, συντροφικότητα, παρέα, συντροφικότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Près στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: από, κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις: από, κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής