Puissant στα ελληνικά

Μετάφραση: puissant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύσωμος, έντονος, δύσκολος, βίαιος, παράφορος, δυνατός, σκληροτράχηλος, κυριότερος, παραγωγικός, ισχυρός, δυναμικός, κραταιός, γερός, εντατικός, ανθεκτικός, θαρραλέος, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Puissant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • applaudies στα ελληνικά - χειροκρότησαν, επιδεικτικά, επιδοκιμάστηκε
  • appréhensif στα ελληνικά - ανήσυχος, άτολμος, ντροπαλός, συνεσταλμένος, δειλός, μικρόψυχος, διστακτικός, ...
  • brouillent στα ελληνικά - διαταράσσω, σκαρφαλώνω, θολούρα, θαμπάδα, blur, θάμπωμα, θαμπώματος
  • captivez στα ελληνικά - σαγηνεύω, αιχμαλωτίσει, αιχμαλωτίσουν, αιχμαλωτίζουν, γοητεύσει
Τυχαίες λέξεις
Puissant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύσωμος, έντονος, δύσκολος, βίαιος, παράφορος, δυνατός, σκληροτράχηλος, κυριότερος, παραγωγικός, ισχυρός, δυναμικός, κραταιός, γερός, εντατικός, ανθεκτικός, θαρραλέος, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές