Spécialiste στα ελληνικά
Μετάφραση: spécialiste, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειδικός, επαγγελματικός, εμπειρογνώμονας, επαγγελματίας, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anchois στα ελληνικά - γαύρος, γαύρου, γαύρο, τον γαύρο, το γαύρο
- automatisa στα ελληνικά - AUTOMA
- compagne στα ελληνικά - συνέταιρος, άντρας, σύντροφος, τύπος, συνάδελφος, εξοικειωμένος, συσχετίζω, ...
- comparés στα ελληνικά - σύγκριση, σε σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σχέση, σχέση
Τυχαίες λέξεις
Spécialiste στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειδικός, επαγγελματικός, εμπειρογνώμονας, επαγγελματίας, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Μεταφράσεις: ειδικός, επαγγελματικός, εμπειρογνώμονας, επαγγελματίας, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων