Surchargé στα ελληνικά

Μετάφραση: surchargé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερφορτώνω, παραφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση
Surchargé στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adjectif στα ελληνικά - επιθετικός, επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
  • agenouiller στα ελληνικά - γονατίζω, γονυπετώ, γονατίσει, γονατίζουν, γονατίσουν, γονατίσω
  • aguerri στα ελληνικά - ωριμασμένο, καρυκεύματα, έμπειρος, έμπειρο, καρυκευμένο
  • aperçoivent στα ελληνικά - αντιλαμβάνομαι, διαβλέπω, συνειδητοποιούν, συνειδητοποιήσουμε, συνειδητοποιήσουν, συνειδητοποιήσει
Τυχαίες λέξεις
Surchargé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερφορτώνω, παραφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση