Teint στα ελληνικά
Μετάφραση: teint, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γδέρνω, δέρμα, βάφω, προβιά, βαμμένα, βαφεί, βαμμένων, βαμμένου, έχει βαφεί
Μεταφράσεις
- apparenta στα ελληνικά - συγγενής, παρόμοια, μοιάζει, παρόμοιο, προσομοιάζει
- apparition στα ελληνικά - παρουσίαση, όραμα, εκδήλωση, οπτασία, εμφάνιση, όραση, φάντασμα, ...
- armées στα ελληνικά - ένοπλος, Ένοπλες, Ενόπλων, τις ένοπλες, ένοπλη
- assiégeant στα ελληνικά - πολιορκούσε, πολιορκούσαν, πολιορκητικό, πολιορκητικές, πολιορκώντας
Τυχαίες λέξεις
Teint στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γδέρνω, δέρμα, βάφω, προβιά, βαμμένα, βαφεί, βαμμένων, βαμμένου, έχει βαφεί
Μεταφράσεις: γδέρνω, δέρμα, βάφω, προβιά, βαμμένα, βαφεί, βαμμένων, βαμμένου, έχει βαφεί