Véhément στα ελληνικά
Μετάφραση: véhément, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παθιασμένος, ενδιαφερόμενος, ισχυρός, μανιασμένος, μυτερός, βίαιος, άγριος, οξυδερκής, εμπαθής, έντονος, εντατικός, αγροίκος, βαρύς, παράφορος, αγενής, αιφνίδιος, σφοδρός, ορμητικός, σφοδρή, σφοδρές, σφοδρής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adulateur στα ελληνικά - κόλακας
- broder στα ελληνικά - κεντώ, κεντούν, κεντήσω, κεντήσουν, embroider
- chiffonnez στα ελληνικά - προκαλώ, τσάκιση, πτυχάς, ζαρώνω, crumple, ελεγχόμενης παραμόρφωσης
Τυχαίες λέξεις
Véhément στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παθιασμένος, ενδιαφερόμενος, ισχυρός, μανιασμένος, μυτερός, βίαιος, άγριος, οξυδερκής, εμπαθής, έντονος, εντατικός, αγροίκος, βαρύς, παράφορος, αγενής, αιφνίδιος, σφοδρός, ορμητικός, σφοδρή, σφοδρές, σφοδρής
Μεταφράσεις: παθιασμένος, ενδιαφερόμενος, ισχυρός, μανιασμένος, μυτερός, βίαιος, άγριος, οξυδερκής, εμπαθής, έντονος, εντατικός, αγροίκος, βαρύς, παράφορος, αγενής, αιφνίδιος, σφοδρός, ορμητικός, σφοδρή, σφοδρές, σφοδρής