Abdichtung στα ελληνικά
Μετάφραση: abdichtung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abdichten στα ελληνικά - λιπαντικό, γράσο, βουλώνω, καλαφατίστε, καλαφατίζει, καλαφατίζω, συνθέσεων καλαφατίσματος
- abdichtend στα ελληνικά - σφράγιση, σφράγισης, στεγανοποίησης, στεγανοποίηση, σφραγίσεως
- abdomen στα ελληνικά - κοιλιά, στομάχι, κοιλιακή χώρα, κοιλιάς, κοιλία, στην κοιλιά
- abdrehen στα ελληνικά - στροφή, σειρά, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
Τυχαίες λέξεις
Abdichtung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Μεταφράσεις: βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης