Ακμαίος στα γερμανικά

Μετάφραση: ακμαίος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wirksam, eingeschaltet, rege, aktiv, Gedeihen, blühend, blühende, blühenden, florierenden
Ακμαίος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακμαίος

ακμαίος συνώνυμο, ακμαίος συνωνυμα, ακμαίος λεξικο, ακμαίος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ακμαίος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ακμάζω στα γερμανικά - schnörkel, fanfare, Blüte, blühen, voller Blüte, der Blüte, bloom
  • ακμή στα γερμανικά - gipfel, Akne, von Akne, Akne zu
  • ακοή στα γερμανικά - hearing, hörend, hörweite, hören, Anhörung, zu hören, Gehör, ...
  • ακοινώνητος στα γερμανικά - menschenscheu, kontaktarm, ungesellig, unsociable, ungeselligen
Τυχαίες λέξεις
Ακμαίος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: wirksam, eingeschaltet, rege, aktiv, Gedeihen, blühend, blühende, blühenden, florierenden