Ενεργός στα γερμανικά

Μετάφραση: ενεργός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wirksam, aktiv, rege, eingeschaltet, tätig, aktiven, aktive, aktiver
Ενεργός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργός

ενεργός γήρανση, ενεργός τιμή τάσης, ενεργός πολίτης, ενεργός πολίτης ορισμός, ενεργός τάση, ενεργός λεξικό γλώσσας γερμανικά, ενεργός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ενεργοποίηση στα γερμανικά - anschaltung, freischaltung, entwicklungserregung, start, aktivierung, einschaltung, ansteuerung, ...
  • ενεργοποιώ στα γερμανικά - aktivieren, Energie, energetisieren, erregen, zu erregen, erregt
  • ενημέρωση στα γερμανικά - einweisung, Aktualisierung, Aktualisierungs, Aktualisieren, Update, die Aktualisierung
  • ενθάρρυνση στα γερμανικά - einsatz, ermutigung, ermunterung, aufmunterung, Ermutigung, Unterstützung, Förderung, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενεργός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: wirksam, aktiv, rege, eingeschaltet, tätig, aktiven, aktive, aktiver