Akut στα ελληνικά

Μετάφραση: akut, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξύς, έντονος, οξυδερκής, σοβαρός, δριμύς, αυστηρός, σέρτικος, οξεία, οξείας, οξείες, οξύ
Akut στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akustisch στα ελληνικά - ηχητικός, ακουστικός, ακουστικά, ηχητικά, ακουστικώς, ακουστική, στον ήχο
  • akustische στα ελληνικά - ακουστικός, ακουστική, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικά
  • akzent στα ελληνικά - τόνος, προφορά, έμφαση, έμφασης, τόνο, ανάδειξης
  • akzente στα ελληνικά - εμφάσεις, τόνους, πινελιές, αποχρώσεις, προφορές
Τυχαίες λέξεις
Akut στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξύς, έντονος, οξυδερκής, σοβαρός, δριμύς, αυστηρός, σέρτικος, οξεία, οξείας, οξείες, οξύ