Alleinverkauf στα ελληνικά

Μετάφραση: alleinverkauf, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, Μόνο, Μόνον, το μόνο, Μόνο οι, Μόνο το
Alleinverkauf στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alleinig στα ελληνικά - πέλμα, γλώσσα, σόλα, μόνος, μοναδικό, αποκλειστική
  • alleinsein στα ελληνικά - μοναξιά, για να, να, σε, για, με
  • alleinverkaufsrecht στα ελληνικά - μονοπώλιο, προνόμιο, Μόνο, Μόνον, το μόνο, Μόνο οι, Μόνο το
  • allem στα ελληνικά - όλα, όλες, όλος, όλοι, όλων, όλους
Τυχαίες λέξεις
Alleinverkauf στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, Μόνο, Μόνον, το μόνο, Μόνο οι, Μόνο το