Amt στα ελληνικά

Μετάφραση: amt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργώ, εξουσιοδότηση, λογομαχία, συνάλλαγμα, εξουσία, ταχυδρομώ, δουλειά, κύρος, διορισμός, ορισμός, γραφείο, θώκος, δοκάρι, δασμοί, προβοσκίδα, διαφωνία, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Amt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amsel στα ελληνικά - κότσυφας, Blackbird, κότσυφα, κοτσύφι, το Blackbird
  • amseln στα ελληνικά - κοτσύφια, κότσυφες, τα κοτσύφια, μαυροπούλια, κοτσυφιών
  • amtieren στα ελληνικά - χοροστατώ, ιερουργώ, εκτελώ χρέη, officiate, χοροστατήσει, διαιτητεύσουν
  • amtierend στα ελληνικά - κατεστημένων, εναπόκειται, βαρύνουν, νυν, κατεστημένου φορέα
Τυχαίες λέξεις
Amt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργώ, εξουσιοδότηση, λογομαχία, συνάλλαγμα, εξουσία, ταχυδρομώ, δουλειά, κύρος, διορισμός, ορισμός, γραφείο, θώκος, δοκάρι, δασμοί, προβοσκίδα, διαφωνία, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο