Angrenzen στα ελληνικά
Μετάφραση: angrenzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουτουλώ, σύνορο, συνορεύω, άκρη, μεθόριος, εφάπτομαι, χείλος, γειτονεύω, ρέλι, περιστόμιο, συνεφάπτομαι, συνέχομαι, εφάπτονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angreifende στα ελληνικά - επίθεση, επιτίθενται, επιτεθεί, επιτίθεται, να επιτεθεί
- angreifer στα ελληνικά - ένοχος, παραβάτης, επιτιθέμενος, εισβολέας, εισβολέα, επιτιθέμενο, εισβολέα τη
- angrenzend στα ελληνικά - γειτονεύω, προσκείμενος, κοντινός, διπλανός, εφάπτομαι, γειτονικός, συνορεύω, ...
- angrenzende στα ελληνικά - γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα
Τυχαίες λέξεις
Angrenzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουτουλώ, σύνορο, συνορεύω, άκρη, μεθόριος, εφάπτομαι, χείλος, γειτονεύω, ρέλι, περιστόμιο, συνεφάπτομαι, συνέχομαι, εφάπτονται
Μεταφράσεις: κουτουλώ, σύνορο, συνορεύω, άκρη, μεθόριος, εφάπτομαι, χείλος, γειτονεύω, ρέλι, περιστόμιο, συνεφάπτομαι, συνέχομαι, εφάπτονται