Arbeitspause στα ελληνικά
Μετάφραση: arbeitspause, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, διακοπή, σπάσιμο, ρήξη, θραύση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arbeitsmann στα ελληνικά - εργάτη, εργαζόμενο άτομο
- arbeitsmonat στα ελληνικά - εργάζονται, εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζεται
- arbeitspensum στα ελληνικά - stint, όριό, όριο, θητεία, πέρασμα
- arbeitspferd στα ελληνικά - κινητήριος δύναμη, workhorse, εργαλείο δουλειάς, εργάτης, η κινητήριος δύναμη
Τυχαίες λέξεις
Arbeitspause στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, διακοπή, σπάσιμο, ρήξη, θραύση
Μεταφράσεις: διάλειμμα, διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, διακοπή, σπάσιμο, ρήξη, θραύση