Argumentierend στα ελληνικά

Μετάφραση: argumentierend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλογισμός, συλλογιστικός, υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενη
Argumentierend στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • argumente στα ελληνικά - επιχειρήματα, τα επιχειρήματα, επιχειρημάτων, επιχειρήματα που, επιχειρηματολογία
  • argumentieren στα ελληνικά - επιχειρηματολογώ, λόγος, διαπληκτίζομαι, αιτία, αιτιολογία, διαφωνώ, υποστηρίζουν, ...
  • argumentierende στα ελληνικά - υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενη
  • argumentierender στα ελληνικά - υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν
Τυχαίες λέξεις
Argumentierend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλογισμός, συλλογιστικός, υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενη