Aufenthalt στα ελληνικά

Μετάφραση: aufenthalt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, σταματώ, κατοικία, διατριβή, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Aufenthalt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufeinanderfolge στα ελληνικά - αλληλουχία, διαδοχή, σειρά, διαδοχικά, διαδοχής, κληρονομική διαδοχή
  • aufenthaltsraum στα ελληνικά - σαλόνι, καθιστικό, καθι, καθιστικού
  • auferlegt στα ελληνικά - επιβάλλονται, που επιβάλλονται, επέβαλε, επιβληθεί, επιβλήθηκε
Τυχαίες λέξεις
Aufenthalt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, σταματώ, κατοικία, διατριβή, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει