Aufnahmefähig στα ελληνικά
Μετάφραση: aufnahmefähig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορροφητικός, δεκτικός, δεκτικοί, δεκτικό, δεκτική, επιδεκτικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufmüpfigkeit στα ελληνικά - απείθεια, ανυπακοή, obstreperousness
- aufnahme στα ελληνικά - ίδρυση, μύηση, ρεσεψιόν, φωτογραφία, αφομοίωση, απορρόφηση, λήψη, ...
- aufnahmefähigkeit στα ελληνικά - δεκτικότητα, δεκτικότητας, δεκτικότητά, τη δεκτικότητα, τη δεκτικότητά
- aufnahmegerät στα ελληνικά - συσκευή, συσκευές, συσκευής, συσκευών, διάταξη
Τυχαίες λέξεις
Aufnahmefähig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορροφητικός, δεκτικός, δεκτικοί, δεκτικό, δεκτική, επιδεκτικά
Μεταφράσεις: απορροφητικός, δεκτικός, δεκτικοί, δεκτικό, δεκτική, επιδεκτικά