Aufteilen στα ελληνικά

Μετάφραση: aufteilen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διχοτομία, μοιράζω, μοίρα, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, διαχωρισμός
Aufteilen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auftauen στα ελληνικά - ξεπαγώνω, λιώνω, τήξη, απόψυξης, απόψυξη, επανατήξης, αποψύξεως
  • auftauend στα ελληνικά - παγόλυση, απόψυξη, την απόψυξη, τήξη, απόψυξης
  • aufteilung στα ελληνικά - διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Τυχαίες λέξεις
Aufteilen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διχοτομία, μοιράζω, μοίρα, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, διαχωρισμός