Aufziehen στα ελληνικά

Μετάφραση: aufziehen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πισινός, τρέφω, αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, σηκώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Aufziehen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufzeichnungsgerät στα ελληνικά - συσκευή εγγραφής, συσκευή καταγραφής, διάταξη εγγραφής, διάταξη καταγραφής, συσκευή ελέγχου
  • aufzeigend στα ελληνικά - καθιστώντας, αποφάσεων, κάνει, κάνοντας, λήψης
  • aufziehend στα ελληνικά - πειραχτικά, χιουμοριστική διάθεση, χιουμοριστική
  • aufzucht στα ελληνικά - ανύψωση, τρέφω, αναπαραγωγή, εκτροφή, εκτροφής, ανατροφή, την εκτροφή, ...
Τυχαίες λέξεις
Aufziehen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πισινός, τρέφω, αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, σηκώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση