Τρέφω στα γερμανικά

Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufzucht, aufziehen, ernähren, nahrung, pflege, erziehung, erziehen, Futter, Zuführung, Feed, Vorschub
Τρέφω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέφω

τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας γερμανικά, τρέφω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • τρένο στα γερμανικά - schweif, zug, schleppe, trainieren, schulen, karawane, anlernen, ...
  • τρέξιμο στα γερμανικά - versuch, arbeitsgang, laufend, rennen, lauf, gang, Laufen, ...
  • τρέχω στα γερμανικά - ansturm, einschüchtern, steuern, tempo, serie, folge, gedankenstrich, ...
  • τρήμα στα γερμανικά - Foramen, Foramens, Foramina, das Foramen
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: aufzucht, aufziehen, ernähren, nahrung, pflege, erziehung, erziehen, Futter, Zuführung, Feed, Vorschub