Ausgelassenheit στα ελληνικά
Μετάφραση: ausgelassenheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέλες, διαχυτικότητα, ζωντάνια, διασκέδαση, ευθυμία, μεγάλη αφθονία, ενθουσιασμό, πληθωρικότητα, exuberance, ευφορία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausgelassen στα ελληνικά - ξεκαρδιστικός, άγριος, φαιδρός, εύθυμος, ξεκαρδιστική, ξεκαρδιστικό, ξεκαρδιστικές, ...
- ausgelassene στα ελληνικά - αναπάντητες, έχασε, χαθεί, χαμένη, χαμένες
- ausgelaufen στα ελληνικά - λήξει, έχει λήξει, έληξε, έχουν λήξει, εκπνεύσει
- ausgeleert στα ελληνικά - αδειάσει, άδειασε, αδειάζουν, αδειάζει, εκκενωθεί
Τυχαίες λέξεις
Ausgelassenheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέλες, διαχυτικότητα, ζωντάνια, διασκέδαση, ευθυμία, μεγάλη αφθονία, ενθουσιασμό, πληθωρικότητα, exuberance, ευφορία
Μεταφράσεις: τρέλες, διαχυτικότητα, ζωντάνια, διασκέδαση, ευθυμία, μεγάλη αφθονία, ενθουσιασμό, πληθωρικότητα, exuberance, ευφορία