Autofahren στα ελληνικά

Μετάφραση: autofahren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδήγηση, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα
Autofahren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autodidakt στα ελληνικά - αυτοδίδακτος, αυτοδίδακτοι, αυτοδίδακτη, αυτοδίδακτου, αυτοδίδακτους
  • autodidaktisch στα ελληνικά - αυτοδίδαχτος
  • autofahrer στα ελληνικά - αυτοκινητιστής, οδηγός, οδηγός αυτοκινήτου, οδηγό του αυτοκινήτου, αυτοκίνητο οδηγός, οδηγούς με σπορ
  • autofahrerin στα ελληνικά - οδηγός, οδηγός αυτοκινήτου, οδηγό του αυτοκινήτου, αυτοκίνητο οδηγός, οδηγούς με σπορ
Τυχαίες λέξεις
Autofahren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδήγηση, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα