Οδήγηση στα γερμανικά

Μετάφραση: οδήγηση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
autofahren, chauffierend, fahrend, leitend, Fahren, Antriebs, Fahr, Treiber, Driving
Οδήγηση στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδήγηση

οδήγηση ονειροκριτης, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οδήγηση ferrari, οδήγηση σε ανηφόρα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση λεξικό γλώσσας γερμανικά, οδήγηση στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • οβελίσκος στα γερμανικά - obelisk, Obelisk, Obelisken
  • ογκώδης στα γερμανικά - massiv, sperrig, sperrige, sperrigen, umfangreich
  • οδηγία στα γερμανικά - betriebsanweisung, richtschnur, anweisung, direktive, leitlinie, vorgabe, richtlinie, ...
  • οδηγός στα γερμανικά - platzanweiser, modell, fahrer, pfadfinder, orientierungshilfe, wegweiser, fremdenführer, ...
Τυχαίες λέξεις
Οδήγηση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: autofahren, chauffierend, fahrend, leitend, Fahren, Antriebs, Fahr, Treiber, Driving