Befallen στα ελληνικά
Μετάφραση: befallen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασανιζόμενος, μολυσμένο, προσβεβλημένους, μολυσμένους, μολυσμένου, μολυσμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- befahrbar στα ελληνικά - μέτριος, διαβατός, βατός, βατό
- befahrene στα ελληνικά - απασχολημένος, πολυάσχολη, απασχολημένοι, πολυσύχναστο, πολυάσχολο
- befallenheit στα ελληνικά - μολυσμένο, προσβληθεί, μολυνθεί, έχουν προσβληθεί, μολυσμένη
Τυχαίες λέξεις
Befallen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασανιζόμενος, μολυσμένο, προσβεβλημένους, μολυσμένους, μολυσμένου, μολυσμένη
Μεταφράσεις: βασανιζόμενος, μολυσμένο, προσβεβλημένους, μολυσμένους, μολυσμένου, μολυσμένη