Βασανιζόμενος στα γερμανικά

Μετάφραση: βασανιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betrübte, heimgesucht, gequält, befallen, betrübt, vasanizomenos
Βασανιζόμενος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασανιζόμενος

βασανιζόμενος λεξικό γλώσσας γερμανικά, βασανιζόμενος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • βασίλισσα στα γερμανικά - kartenspiel, tunte, schwuchtel, königin, Königin, Queen
  • βασανίζω στα γερμανικά - marter, qual, quälen, folterqual, foltern, todeskampf, tortur, ...
  • βασανισμός στα γερμανικά - foltern, todeskampf, folterqual, marter, tortur, quälen, qual, ...
  • βασανιστήριο στα γερμανικά - quälen, ständer, folterbank, gestell, zahnstange, foltern, Folter, ...
Τυχαίες λέξεις
Βασανιζόμενος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: betrübte, heimgesucht, gequält, befallen, betrübt, vasanizomenos